σκηνικός

σκηνικός
-ή, -ό / σκηνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σκηνή]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή θεάτρου, θεατρικός («σκηνικό έργο» — θεατρικό έργο, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία)
2. φρ. «σκηνικοί αγώνες»
(στην αρχαία Ρώμη) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με τον εορτασμό τών δημόσιων αγώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους ελληνικές δραματικές μορφές
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκηνικά
το σύνολο τών στοιχείων που αποσκηνικός τελούν τον διάκοσμο μιας θεατρικής σκηνής, αλλ. σκηνικός διάκοσμος
2. το ουδ. ως ουσ. το σκηνικό
μτφ. το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ένα γεγονός
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ σκηνική
η ηθοποιός
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηνικός
ο υποκριτής, ο ηθοποιός, σε αντιδιαστολή με το μέλος τού χορού («ἑστῶτας παρὰ τὰς ἐπάλξεις σκηνικοὺς καὶ πυρριχιστάς», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «σκηνικὸς φιλόσοφος» — λεγόταν για τον Ευριπίδη επειδή φιλοσοφούσε στα έργα του Αθήν..
επίρρ...
σκηνικῶς ΜΑ
με σκηνικό τρόπο, θεατρικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκηνικός — of the stage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκηνή του θεάτρου: Ο σκηνικός διάκοσμος ήταν εντυπωσιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνικά — σκηνικός of the stage neut nom/voc/acc pl σκηνικά̱ , σκηνικός of the stage fem nom/voc/acc dual σκηνικά̱ , σκηνικός of the stage fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικώτερον — σκηνικός of the stage adverbial comp σκηνικός of the stage masc acc comp sg σκηνικός of the stage neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικῶν — σκηνικός of the stage fem gen pl σκηνικός of the stage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικόν — σκηνικός of the stage masc acc sg σκηνικός of the stage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικαῖς — σκηνικός of the stage fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικαί — σκηνικός of the stage fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικοῖς — σκηνικός of the stage masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνικοί — σκηνικός of the stage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”